Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

επιστολικός χάρτης 2)

  • 1 бумага

    бумага ж 1) το χαρτί, ο χάρτης обёрточная \бумага το στρατσόχαρτο почтовая \бумага о επιστολικός χάρτης 2) мн. \бумагаи (документы ) τα χαρτιά
    * * *
    ж
    1) το χαρτί, ο χάρτης

    обёрточная бума́га — το στρατσόχαρτο

    почто́вая бума́га — ο επιστολικός χάρτης

    2) мн.

    бума́ги (документы) — τα χαρτιά

    Русско-греческий словарь > бумага

  • 2 бумага

    θ.
    1. χαρτί, χάρτης•

    первосортная бумага χαρτί πρώτης ποιότητας•

    тряпичная -χαρτί από ράκη•

    древесная бумага χαρτί από ξύλο•

    писчая бумага χαρτί γραψίματος•

    почтовая бумага επιστολόχαρτο ή επιστολικός χάρτης•

    фильтровальная бумага στραγγιστικό χαρτί ή διηθητικός χάρτης•

    оберточная бумага χαρτί περιτυλίγματος•

    газетная бумага δημοσιογραφικό ή τυπογραφικό χαρτί•

    промокательная бумага στυπόχαρτο•

    цветная -έγχρωμο χαρτί•

    светочувствительная бумага φωτοπαθής χάρτης (φωτογραφικός)•

    наждачная! -σμυριδόχαρτο ή σμυριδόπανο•

    стеклянная -γυαλόχαρτο•

    пергаментная бумага περγαμινός χάρτης•

    бумага в одну линейку χαρτί μονόγραμμο•

    в две линейки χαρτί δίγραμμο•

    бумага в клетку διατετραγωνιστικό χαρτί.

    2. έγγραφο•

    из центра пришла бумага από το κέντρο ήρθε χαρτί.

    3. χαρτονόμισμα•

    -и падают на бирже η αξία των χαρτονομισμάτων πέφτει στο χρηματιστήριο.

    4.πλθ. τα ατομικά πιστοποιητικά έγγραφα. || τα χειρόγραφα, τα χαρτιά•

    рыться в -ах ανασκαλεύω τα χαρτιά.

    εκφρ.
    на -е быть ή оставаться – είμαι, μένω στα χαρτιά (για υπόθεση που δεν πραγματοποιείται)•
    только на -е – μόνο στα χαρτιά (στην πράξη όχι)•
    ценные -и – τα Χρεόγραφα.
    θ. βαμπάκι (ως υλικό κατασκευής προϊόντων)•

    ткани из шерсти с -ой υφάσματα μαλλινοβάμβακα•

    хлопчатая бумага παλ. βλ. хлопок.

    Большой русско-греческий словарь > бумага

  • 3 бумага

    бума́г||а I
    ж
    1. τό χαρτί, ὁ χάρτης:
    почтовая \бумага τό χαρτί τής πόστας, ὁ ἐπιστολικός χάρτης, τό χαρτί ἐπιστολογραφίας; папиросная \бумага τό τσιγαρόχαρτο; наждачная \бумага τό σμυριδόχαρτο; промокательная \бумага ὁ ἀπορροφητικός χάρτης, τό στυπόχαρτο; оберточная \бумага τό χαρτί περιτυλίγματος, τό στρατσόχαρτο;
    2. (документ) τό Εγγραφο:
    послать \бумагаи στέλνω τάέγγραφα; 3.:
    ценные \бумагаи τά χρεώγραφα-◊ на \бумагае (формально) στά χαρτιά, τυπικά.
    бума́г||а II
    ж (нитки, ткань) τό βαμβάκι, ὁ βάμβαξ:
    шерсть с \бумагаой τό μαλ-λοβάμβακο.

    Русско-новогреческий словарь > бумага

  • 4 почтовый

    επ.
    ταχυδρομικός•

    -ое отделение ταχυδρομικός τομέας ή τμήμα•

    -ые марки τα γραμματόσημα•

    почтовый служащий ταχυδρομικός υπάλληλος•

    почтовый ящик γραμματοκιβώτιο•

    -ая карета ταχυδρομικό αμάξι•

    -ая карточка ταχυδρομικό δελτάριο•

    -ая бумага επιστολικός χάρτης (επιστολόχαρτο)•

    -ая контора το ταχυδρομείο (τα γραφεία).

    ουσ. -ые κ. -ые παλ. τα ταχυδρομικά άλογα.

    Большой русско-греческий словарь > почтовый

См. также в других словарях:

  • επιστολικός — ή, ό (AM ἐπιστολικός, ή, όν) [επιστολή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστολή 2. ο κατάλληλος για επιστολή, χρήσιμος για αλληλογραφία («επιστολικός χάρτης») 3. εκείνος που έχει ύφος το οποίο ταιριάζει σε επιστολή («επιστολικό ύφος»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»