-
1 бумага
бумага ж 1) το χαρτί, ο χάρτης обёрточная \бумага το στρατσόχαρτο почтовая \бумага о επιστολικός χάρτης 2) мн. \бумагаи (документы ) τα χαρτιά* * *ж1) το χαρτί, ο χάρτηςобёрточная бума́га — το στρατσόχαρτο
почто́вая бума́га — ο επιστολικός χάρτης
2) мн.бума́ги (документы) — τα χαρτιά
-
2 бумага
бумага 1-и θ.1. χαρτί, χάρτης•первосортная бумага χαρτί πρώτης ποιότητας•
тряпичная -χαρτί από ράκη•
древесная бумага χαρτί από ξύλο•
писчая бумага χαρτί γραψίματος•
почтовая бумага επιστολόχαρτο ή επιστολικός χάρτης•
фильтровальная бумага στραγγιστικό χαρτί ή διηθητικός χάρτης•
оберточная бумага χαρτί περιτυλίγματος•
газетная бумага δημοσιογραφικό ή τυπογραφικό χαρτί•
промокательная бумага στυπόχαρτο•
цветная -έγχρωμο χαρτί•
светочувствительная бумага φωτοπαθής χάρτης (φωτογραφικός)•
наждачная! -σμυριδόχαρτο ή σμυριδόπανο•
стеклянная -γυαλόχαρτο•
пергаментная бумага περγαμινός χάρτης•
бумага в одну линейку χαρτί μονόγραμμο•
в две линейки χαρτί δίγραμμο•
бумага в клетку διατετραγωνιστικό χαρτί.
2. έγγραφο•из центра пришла бумага από το κέντρο ήρθε χαρτί.
3. χαρτονόμισμα•-и падают на бирже η αξία των χαρτονομισμάτων πέφτει στο χρηματιστήριο.
4. -и πλθ. τα ατομικά πιστοποιητικά έγγραφα. || τα χειρόγραφα, τα χαρτιά•рыться в -ах ανασκαλεύω τα χαρτιά.
εκφρ.на -е быть ή оставаться – είμαι, μένω στα χαρτιά (για υπόθεση που δεν πραγματοποιείται)•только на -е – μόνο στα χαρτιά (στην πράξη όχι)•ценные -и – τα Χρεόγραφα.бумага 2-и θ. βαμπάκι (ως υλικό κατασκευής προϊόντων)•ткани из шерсти с -ой υφάσματα μαλλινοβάμβακα•
хлопчатая бумага παλ. βλ. хлопок.
-
3 бумага
бума́г||а Iж1. τό χαρτί, ὁ χάρτης:почтовая \бумага τό χαρτί τής πόστας, ὁ ἐπιστολικός χάρτης, τό χαρτί ἐπιστολογραφίας; папиросная \бумага τό τσιγαρόχαρτο; наждачная \бумага τό σμυριδόχαρτο; промокательная \бумага ὁ ἀπορροφητικός χάρτης, τό στυπόχαρτο; оберточная \бумага τό χαρτί περιτυλίγματος, τό στρατσόχαρτο;2. (документ) τό Εγγραφο:послать \бумагаи στέλνω τάέγγραφα; 3.:ценные \бумагаи τά χρεώγραφα-◊ на \бумагае (формально) στά χαρτιά, τυπικά.бума́г||а IIж (нитки, ткань) τό βαμβάκι, ὁ βάμβαξ:шерсть с \бумагаой τό μαλ-λοβάμβακο. -
4 почтовый
επ.ταχυδρομικός•-ое отделение ταχυδρομικός τομέας ή τμήμα•
-ые марки τα γραμματόσημα•
почтовый служащий ταχυδρομικός υπάλληλος•
почтовый ящик γραμματοκιβώτιο•
-ая карета ταχυδρομικό αμάξι•
-ая карточка ταχυδρομικό δελτάριο•
-ая бумага επιστολικός χάρτης (επιστολόχαρτο)•
-ая контора το ταχυδρομείο (τα γραφεία).
ουσ. -ые κ. -ые παλ. τα ταχυδρομικά άλογα.
См. также в других словарях:
επιστολικός — ή, ό (AM ἐπιστολικός, ή, όν) [επιστολή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστολή 2. ο κατάλληλος για επιστολή, χρήσιμος για αλληλογραφία («επιστολικός χάρτης») 3. εκείνος που έχει ύφος το οποίο ταιριάζει σε επιστολή («επιστολικό ύφος»,… … Dictionary of Greek